ιερογλωσσος

ιερογλωσσος
    ἱερόγλωσσος
    ἱερό-γλωσσος
    2
    обладающий пророческой речью, вещий
    

(Κλυτίδαι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιερογλωσσος" в других словарях:

  • ιερόγλωσσος — η, ο (Α ἱερόγλωσσος, ον) αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος, χρυσό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • ἱερογλώσσου — ἱερόγλωσσος of prophetic tongue masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλώσσων — ἱερόγλωσσος of prophetic tongue masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»